σιδερίτις

σιδερίτις
η, και σιδερίτης, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και τής Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή περίπου δέκα, γνωστά με τίς κοινές ονομασίες τσάι τού βουνού και μαλοθήρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιδερίτης — ο, Ν βοτ. 1. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει αργότερα από τα άλλα είδη 2. βλ. σιδερίτις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιδηρῖτις, ἡ, κατά τα αρσ. σε ίτης] …   Dictionary of Greek

  • τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”