- σιδερίτις
- η, και σιδερίτης, ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και τής Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή περίπου δέκα, γνωστά με τίς κοινές ονομασίες τσάι τού βουνού και μαλοθήρας.
Dictionary of Greek. 2013.